Συμβουλές για γονείς

Δραστηριότητα:"Aισθητηριακή Ολοκλήρωση"

 

 

IMG 20220211 183131

 

Εργοθεραπευτική ομάδα & Καραμπά Αργυρώ

Επιστημονικά Υπεύθυνη του Πρότυπου Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου Αναπτυξιακής Παιδιατρικής "Γράφω Φωνήματα

ΣΥΝΟΔΆ ΠΡΟΒΛΉΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΟΗΤΙΚΉΣ ΥΣΤΈΡΗΣΗΣ I

Νοητική υστέρηση

 

Τα παιδιά με νοητική υστέρηση αντιμετωπίζουν συχνά και άλλες αναπτυξιακές δυσκολίες καθώς και διάφορα προβλήματα σωματικής υγείας. Υπολογίζεται ότι το 10-40 % των παιδιών με νοητική υστέρηση αντιμετωπίζει τουλάχιστον μια επιπλέον αναπτυξιακή δυσκολία (Nesu, Nesu, &Gill – Weiss, 1992).

Οι διαταραχές λόγου και ομιλίας, οι διαταραχές στην προσοχή, η επιληψία, οι νευρομυικές, ψυχοκινητικές διαταραχές, οι ψυχώσεις, η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, οι δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις είναι ορισμένα μόνο από τα συνοδά προβλήματα που εμφανίζονται συχνά στα παιδιά με νοητική υστέρηση (Γκαλλάν, Α.,& Γκαλλάν Ζ., 1997. Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002. Κουτσούκη, 1997. Μάνος, 1997).


         Επικρατεί επίσης η άποψη ότι τα άτομα με νοητική υστέρηση εμφανίζουν ψυχοπαθολογίες, συχνότερα απ’ ότι οι πληθυσμιακές ομάδες χωρίς νοητική υστέρηση. Εκτιμάται μάλιστα ότι η συχνότητα εμφάνισης συναισθηματικών προβλημάτων και δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορών στα παιδιά με νοητική υστέρηση είναι 4 – 6 φορές υψηλότερη σε σχέση με το γενικό πληθυσμό (Borthwick – Duffy, 1994. McLean,1993). Αυτή, όμως, η δήλωση πρέπει να διατυπώνεται με επιφύλαξη λόγω των πολλών δυσκολιών που παρουσιάζει η μέτρηση της ψυχοπαθολογίας σε ομάδες ατόμων με νοητική υστέρηση (Reiss, Levitan, & Szysko, 1982).

            Το ποσοστό της ψυχοπαθολογίας φαίνεται να είναι το ίδιο σε άνδρες και γυναίκες, ο τύπος όμως της παθολογίας μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το φύλο, το βαθμό της αναπηρίας, τις μορφές και τους τύπους της νοητικής υστέρησης (Borthwick – Duffy, 1994. Dykens & Hodapp, 1997. Dykens, Hodapp, & Evans, 1994. Dykens, Leckman, & Cassidy, 1996. Koller, Richard – son, Katz, & McLaren, 1983). Πιο συγκεκριμένα, τόσο τα αγόρια, όσο και τα κορίτσια με σύνδρομο του εύθραυστου Χ παρουσιάζουν ντροπαλότητα, αποφυγή του βλέμματος, υπερκινητικότητα και προβλήματα προσοχής. Στο σύνδρομο Prader – Willi κυριαρχούν η ενασχόληση με το φαγητό και διάφορες ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, ενώ στο σύνδρομο Williams είναι συνηθισμένη η απουσία κοινωνικών αναστολών, η υπερβολική οικειότητα και το άγχος (Hodapp, 1995).

            Επιπρόσθετα, ήδη από τη δεκαετία του ’70, ο Zigler, τόνισε ότι τα νοητικώς υστερημένα παιδιά δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται στενά ως όντα παραγωγής σκέψης και γλώσσας, αλλά ως ολοκληρωμένα άτομα με τις δικές τους εμπειρίες ζωής και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσωπικότητας και κινήτρων (Zigler, 1969.Hodapp & Zigler, 1995.). Αυτές οι σκέψεις οδήγησαν τον Zigler να διαμορφώσει μια σειρά από παράγοντες προσωπικότητας – κινήτρων που φαίνεται να επηρεάζουν τη γνωστική λειτουργία των νοητικώς υστερημένων παιδιών (Zigler, 1971.Merighi, Edison, & Zigler, 1990. Hodapp & Zigler,1995).

            Οι Hodapp & Zigler (1997), σε μία ανασκόπησή τους, παρουσιάζουν τους παράγοντες αυτός που έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης τις τελευταίες δεκαετίες. Οι κυριότεροι απ’ αυτούς είναι οι εξής: η προσδοκία της αποτυχίας, η τάση της θετικής αντίδρασης προς τους ενήλικες, η ιεραρχία της ενίσχυσης, η έννοια του εαυτού και  η αναζήτηση εξωγενών λύσεων. Παρακάτω γίνεται μια σύντομη περιγραφή των παραγόντων αυτών, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται εμπειρικά δεδομένα που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κάθε παράγοντας.

1. Η προσδοκία της αποτυχίας. Οι Borkowski και συνεργάτες (1987) ανέφεραν ότι τα παιδιά ήπιας νοητικής υστέρησης έχουν περισσότερα αρνητικά κίνητρα σε σχέση με τυπικώς  αναπτυσσόμενους συνομηλίκους τους ως προς τη λύση προβλημάτων. Τα νοητικώς υστερημένα παιδιά επειδή αποτυγχάνουν συχνότερα σε έργα λύσης προβλημάτων, αναπτύσσουν ένα ισχυρό αίσθημα αποτυχίας (MacMillan, 1969. MacMillan & Keogh, 1971) γνωστό ως «μαθημένη αδυναμία», που αυξάνεται όσο αυξάνεται η νοητική ηλικία (Weisz, 1979). Αναπτύσσουν, δηλαδή, μια παθητική στάση που ενισχύει τα αρνητικά κίνητρα, με αποτέλεσμα ακόμα κα αν υπάρχουν εμπειρίες επιτυχίας να αποδίδονται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως τύχη ή ευκολία του έργου.

2. Η τάση της θετικής αντίδρασης προς τους ενήλικες. Έχει παρατηρηθεί ότι τα νοητικώς υστερημένα παιδιά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους ενήλικες, με στόχο να κερδίσουν την αποδοχή τους και την κοινωνική ενίσχυση. Σε μια από τις έρευνες του ο Zigler (1961) έδωσε στα παιδιά να παίζουν ένα βαρετό, μονότονο παιχνίδι, ενώ ο πειραματιστής ήταν παρών. Διαπίστωσε ότι τα νοητικώς υστερημένα παιδιά έπαιξαν περισσότερο χρόνο απ’ ότι τα τυπικώς αναπτυσσόμενα, εξισωμένα ως προς τη νοητική ηλικία. Επιπρόσθετα, τα ιδρυματοποιημένα παιδιά έπαιξαν περισσότερο χρόνο απ’ ότι τα μη- ιδρυματοποιημένα νοητικώς υστερημένα, της ίδιας νοητικής και χρονολογικής ηλικίας (Green & Zigler, 1962). Αποδείχθηκε ότι τα ιδρυματοποιημένα παιδιά έπασχαν σε μεγάλο βαθμό από μακροχρόνια κοινωνική αποστέρηση (Zigler, Balla, & Butterfield, 1968). Για το λόγο αυτό επιθυμούσαν να αποσπάσουν την προσοχή και τον έπαινο από τους ενήλικες.

3. Η ιεραρχία της ενίσχυσης. Σύμφωνα με την ιεραρχία της ενίσχυσης, η ιεραρχία των ποικίλων ενισχυτών  ίσως διαφέρει στις δύο ομάδες. Δηλαδή, η σωστή λύση σ’ ένα πρόβλημα ίσως δρα περισσότερο ενισχυτικά στα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά σε σχέση με τα νοητικώς υστερημένα. Η θετική στάση του ερευνητή ίσως προσδίδει μεγαλύτερη ικανοποίηση στα τελευταία απ’ ότι η σωστή λύση αυτή καθεαυτή. Τέτοιου είδους διαφορές στην ιεραρχία είναι εμφανείς και στους «απτούς» και «μη απτούς» ενισχυτές (Zigler, 1966). Έτσι, συγκρινόμενα με τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά, τα νοητικώς υστερημένα επηρεάζονται περισσότερο από «απτές» παρά από «μη απτές» αμοιβές (Zigler & deLabry, 1962). Όταν δίνονταν «απτές» αμοιβές σε νοητικώς υστερημένα ιδρυματοποιημένα παιδιά με οργανική αιτιολογία, αυτά έδειχναν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και οι επιδόσεις τους ήταν καλύτερες (Stevenson&Zigler,1957).

Στα έργα επεξεργασίας πληροφοριών τέθηκε το ερώτημα αν η παρουσία αμοιβών θα επηρέαζε την επίδοση των δύο ομάδων (Weiess, Weisz, & Bromfiwld, 1986). Στόχος ήταν να αποκτήσουν κάποιου είδους κίνητρο για επιτυχία. Τα αποτελέσματα της μεταανάλυσης έδειξαν ότι έρευνες που περιελάμβαναν κάποιου τέτοιου είδους χειρισμό ήταν λιγότερο πιθανό να παρουσιάζουν διαφορές αλλά αυτές δεν ήταν στατιστικώς σημαντικές.

 

Καραμπά Αργυρώ

Επιστημονικά Υπεύθυνη του Πρότυπου Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου Αναπτυξιακής Παιδιατρικής "Γράφω Φωνήματα" - Συγγραφέας

 

Υποκατηγορίες

  • Τι πρέπει να αξιολογήσει ένας θεραπευτής κατά τη διάρκεια μιας Εργοθεραπευτικής αξιολόγησης;(Μέρος Α)

    ergotherapeia1

    Τα σημεία που αξιολογούνται στην εργοθεραπευτική αξιολόγηση είναι τα εξής:

    • Γενική εικόνα
    • Κοινωνική συναλλαγή
    • Αδρός συντονισμός
    • Νευρομυιοσκελετικά
    • Εξισοορροπητικές αντιδράσεις
    • Προστατευτικές αντιδράσεις 
    • Δοκιμασία Romberg ( Eίναι χρήσιμη στην οξεία μονόπλευρη αιθουσαία διαταραχή)
    • Κουτσό
    • Τούμπα
    • Ρολλάρισμα
    • Κινητικός Έλεγχος
    • Σύλληψη 
    • Λαβή
    • Άφημα
    • Μεμονωμένη κίνηση δακτύλών
    • Αντίθεση με τον αντίχειρα
    • Αμφίπλευρος συντονισμός
    • Χρήση εργαλείων
    • Πλευρίωση
    • Πέρασμα μέσης γραμμής
    • Οπτικοκινητικός συντονισμός
    • Λαβή με μολύβι
    • Γραφή
    • Ψαλίδι
    • Αισθητηριακή επίγνωση /επεξεργασία
    • Στερεογνωσία
    • Αντίδραση στον πόνο
    • Σχήμα σώματος
    Εργοθεραπευτική ομάδα & Καραμπά Αργυρώ

    Επιστημονικά Υπεύθυνη του Πρότυπου Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου Αναπτυξιακής Παιδιατρικής "Γράφω Φωνήματα

© 2010 - 2013 γραφωνηματα.gr. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Απαγορεύεται η ολική ή μερική αναδημοσίευση του περιεχομένου του site, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο.